μαγειριά

μαγειριά
η
βλ. μαγειρειά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαγειριά — η 1. η ποσότητα των τροφίμων για ένα γεύμα: Το ρύζι είναι δυο μαγειριές. 2. το περιεχόμενο μαγειρικού σκεύους: Η μαγειριά δεν έφτασε για όλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγειρένιος — μαγειρένιος, α, ον (Μ) αυτός που τρώγεται, φαγώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγειρία + κατάλ. ένιος] …   Dictionary of Greek

  • μαγειρειά — και μαγερειά και μαγειριά και μαγεριά, η (AM μαγειρεία, Μ και μαγερία και μαγερεία) [μαγειρεύω] μαγείρευμα, μαγειρεμένο φαγητό νεοελλ. η ποσότητα τών τροφίμων που αρκεί για την παρασκευή ενός γεύματος («έχω ακόμη μια μαγερειά φασόλια») νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”